ὀρνίου

ὀρνίου
ὄρνιος
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σειρήνα — η ανθρωπόμορφο τέρας της αρχαίας μυθολογίας με κεφάλι γυναίκας και κορμί, πόδια και φτερά όρνιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”